Dictionary of Greek. 2013.
καθουρεύω — (Μ) [καθούρι] (συν. στο γ πρόσ.) καθουρεύει ή καθουρευουσι πέφτει βροχή, πέφτουν βροχές, έχει ή έχουν βροχές, καταιγίδες … Dictionary of Greek
καθούρη — καθούρη, ἡ (Μ) το καθούρι* … Dictionary of Greek